- ῥιπτασμός
- ῥιπτ-ασμός, ὁ,A throwing or tossing about,
τῶν μελέων Hp.Acut.54
: abs., tossing about in bed, Id.Coac.81, Plu.2.455b;ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ Stoic. 3.100
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν μελέων Hp.Acut.54
: abs., tossing about in bed, Id.Coac.81, Plu.2.455b;ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ Stoic. 3.100
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥιπτασμός — throwing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπτασμός — ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ [ῥιπτάζω] στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία νεοελλ. ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια αρχ. 1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί 2. αμφιταλάντευση … Dictionary of Greek
ῥιπτασμοί — ῥιπτασμός throwing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπτασμοῦ — ῥιπτασμός throwing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπτασμῷ — ῥιπτασμός throwing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπτασμόν — ῥιπτασμός throwing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπταστικός — ή, όν, Α [ῥιπτάζω] 1. αυτός που κινείται ανήσυχα εδώ και εκεί 2. το ουδ. ως ουσ. ῥιπταστικόν ο ριπτασμός … Dictionary of Greek